πρωτύτερα

πρωτύτερα
επίρρ. раньше, прежде, ранее

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πρωτύτερα" в других словарях:

  • πρωτύτερα — επίρρ. χρον., πριν, προγενέστερα, πιο μπροστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… …   Dictionary of Greek

  • πάροιθε(ν) — και αιολ. τ. πάροιθα Α 1. (πρόθ. με γεν. προσ. ή τόπου), ενώπιον, μπροστά σε κάποιον ή κάτι (α. «πάροιθ αὐτοῑο καθέζετο», Ομ. Ιλ. β. «πάροιθεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο», Ομ. Ιλ.) 2. (πρόθ. με γεν.) πριν («πάροιθεν ἐμοῡ» πριν από μένα, Αισχύλ.) 3. (ως… …   Dictionary of Greek

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

  • προαφίσταμαι — Α 1. αφήνω κατά μέρος εκ τών προτέρων 2. εξεγείρομαι πρωτύτερα 3. απέχω εκ τών προτέρων («ἅπαντα ἐξευρίσκεται, ἂν μὴ προαποστῇς», Αλεξ.) 4. εγκαταλείπω πρωτύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀφίσταμαι «απέχω, παραιτούμαι, υποχωρώ, επαναστατώ»] …   Dictionary of Greek

  • προγαμώ — έω, Α 1. συνευρίσκομαι ερωτικά με τη νύφη πριν από τον γάμο («ὅς γε προεγάμει μὲν παρεισιὼν εἰς τὸ δωμάτιον τὰς νυμφοστοληθείσας», Στράβ.) 2. νυμφεύομαι πρώτος ή πρωτύτερα («κοινὸν δὲ τῶν ἤδη προγεγαμηκότων Μακεδόνων γάμον καλὸν ἑστιάσας... τά τε …   Dictionary of Greek

  • προγενέστερος — η, ο / προγενέστερος, τέρα, ον, ΝΑ [προγενής] (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι προγενέστεροι οι άνθρωποι που υπήρξαν πριν από εμάς, αυτοί που έζησαν σε παλαιότερες εποχές, οι πρόγονοι νεοελλ. 1. (κυρίως σε αντιδιαστολή προς το μεταγενέστερος και… …   Dictionary of Greek

  • πρωτυτερινός — ή, ό, Ν [πρωτύτερος] αυτός που έγινε πρωτύτερα, προηγουμένως, ο προγενέστερος. επίρρ... πρωτυτερινά Ν πρωτύτερα, προγενέστερα …   Dictionary of Greek

  • πρωτύτερος — η, ο, Ν [πρώτος] αυτός που βρίσκεται, γίνεται ή συμβαίνει πριν από έναν άλλο, ο προγενέστερος. επίρρ... πρωτύτερα Ν 1. πριν, προηγουμένως 2. (μόνον στον Ερωτοκρ.) την πρώτη φορά («πρωτύτερα οντέ τά κουγα να μού τά λέσιν άλλοι», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • πρότερος — έρα, ο / πρότερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και θηλ. πρότερη Ν 1. (για χρόνο) προηγούμενος, προγενέστερος (α. «η προτέρα του δράση» β. «ὧδε καὶ οἱ πρότεροι πόλιας καὶ τείχε ἐπόρθουν», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρότερον προηγουμένως, πρωτύτερα νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • αναγνωρίζω — (Α ἀναγνωρίζω) γνωρίζω εκ νέου κάποιον ή κάτι που μού ήταν γνωστό προηγουμένως, ξαναφέρνω στη μνήμη μου, θυμάμαι νεοελλ. 1. δέχομαι κάτι ως πραγματικό, ομολογώ, παραδέχομαι, αποδέχομαι, εκτιμώ 2. θεωρώ κάτι έγκυρο 3. (μτχ. παθ. πρκμ.)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»